- σησαμόπολτος
- και σησαμοπολτός, ο, Νπαχύρρευστος πολτός από τα σπέρματα τού σουσαμιού, το ταχίνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμο «σουσάμι» + πολτός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.